Άδραξε τη μέρα σου

Σάββατο 28 Φεβρουαρίου 2009

Coulrophobia

Άλλοι θα πουν ότι είναι της μόδας, άλλοι ότι το χρησιμοποιούμε για να εντυπωσιάσουμε και μερικοί θα ισχυριστούν ότι είναι απλά μέσα στο μυαλό μας.

Ο φόβος είναι ένα βασικό
συναίσθημα που προκαλείται από τη συνειδητοποίηση ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου. Είναι ένας μηχανισμός που μας προστατεύει. Όταν όμως ο φόβος συνεχίζει να υφίσταται, ενώ δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος, τότε μετατρέπεται σε φοβία και γίνεται εμπόδιο στην φυσιολογική αντιμετώπιση της καθημερινότητας του ατόμου. Η διαφορά του φόβου από τη φοβία που αισθάνεται ένα άτομο είναι ίσως το πρώτο στάδιο το έπομενο στάδιο είναι η αποδοχή. Ο φόβος είναι μιά λειτουργία και προστασίας του ατόμου απαραίτητη για τη σωματική αλλα και τη ψυχική του υγεία .( Βικιπαίδεια)

Όλα ξεκίνησαν απο ένα όνειρο στην ηλικία των τεσσάρων. Περπατούσα με τη μητέρα μου σ'ένα γνωστό δρόμο της πόλης μου. Της κρατούσα το χέρι και από ότι είχα καταλάβει επιστρέφαμε σπίτι. Ξαφνικά κάτι μου τραβάει την προσοχή, κόσμος πολύς είχε μαζευτεί σε ένα συγκεκριμένο σημείο και είχε σχηματίσει ένα μεγάλο κύκλο γύρω του. Στη μέση καθόταν ένας κλόουν και 'επαιζε με κάτι μπάλες. Πλησίασα και εγώ, να δω από κοντά τα κόλπα του. Με το που πηγαίνω μπροστά συνηδειτοποιώ ότι ήμουν μόνος, όλος ο κόσμος είχε φύγει. Σκέφτομαι ότι τέλειωσε γρήγορα η παράσταση και πιάνω το χέρι της μητέρας μου να επιστρέψω σπίτι. Έτσι όπως προχωράω γυρίζω το κεφάλι μου και βλέπω τη μητέρα μου( την αναγνώρισα απο το παλτό της) να περπατάει στο βάθος μόνη της στην αντίθετη κατεύθυνση. Γυρίζω και βλέπω ότι το χέρι μου το κράταγε ο κλόουν κοιτάζοντάς με ένα απαίσιο βλέμα (ακόμα το θυμάμαι...). Ευτυχώς σ'αυτό το σημείο πάντα πετάγομαι και δεν υπάρχει συνέχεια.

Από τότε το όνειρο το έχω δει αρκετές φορές, χωρίς να έχει προηγηθεί τίποτα συγκεκριμένο κατά τη διάρκεια της μέρας που να το προϊδεάζει. Τελευταία φορά το είδα χτες το βράδυ, έτσι και η αφορμή της ανάρτησης.

Coulrophobia (ή κλοουνοφοβία.. αν και δεν έχει βρεθεί όρος στα ελληνικά) είναι η φοβία των ανθρώπων για τους κλόουν.

Μπορεί να είναι το ψεύτικο χαμόγελό τους ή το βλέμα τους, μπορεί και ο συνδυασμός αυτών των δύο σε ένα κακό όνειρο, όπως στην περίπτωσή μου. Αυτό όμως δεν συμβαίνει με όποιον κλόουν βλέπω. Υπάρχουν φορές που αντικρίζω κάποιον χωρίς να νιώσω τίποτα και άλλες που το σφίξιμο στην καρδιά είναι ανυπόφορο. Ακόμα δεν έχω καταφέρει να ξεκαθαρίσω το γιατί αυτής της διαφοροποίησης, είναι κάτι που βγαίνει απο μέσα μου εκείνη τη στιγμή.

Τελευταία σημείωση..ο κλόουν στο θρίλερ του Στίβεν Κινγκ, με τρομαξε όπως τρόμαξε και τους περισσότερους, δεν το παρακολούθησα και άνετα όμως.

Τετάρτη 18 Φεβρουαρίου 2009

Μοναξιά..

Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού και φοβάμαι να προχωρήσω παραπέρα,
σαν ένα τυφλό που φοβάται το σκοτάδι και λαχταρά μια ηλιαχτίδα φως,
σαν έναν κωφό που περιμένει ν' ακούσει ένα ψαλμό από το θεό.

Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού και φοβάμαι να προχωρήσω παραπέρα πλήθος αγνώστων προχωρά, τα βήματα μεγάλα, οι ρυθμοί γρήγοροι. Προσπαθώ να τους κλέψω μια καλημέρα, ένα χαμόγελο αλλά μάταια. Κανένας δεν πρόκειται να μεταβάλλει την ρουτίνα του για έναν απών.

Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού και φοβάμαι να προχωρήσω παραπέρα, δυο λουλούδια βλέπω στον κήπο της ζωής, το ένα κόκκινο σαν το δειλό πάθος της καρδιάς μου κ το άλλο..το άλλο έχει μαράνει και δε τολμώ να μαντέψω.

Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού και φοβάμαι να προχωρήσω παραπέρα, ένας τάφος μπροστά μου και ο χρόνος έχει αφήσει το χρώμα του πάνω. Μια ξεθωριασμένη φωτογραφία και ένα όνομα χαραγμένο πάνω του με κάνουν και δακρύζω.

Κι όμως, χαρές και γέλια έρχονται στα αυτιά μου. Ένα μωρό σ' ένα καροτσάκι και από πάνω οι γονείς του , οι δικοί μου γονείς. Φαίνονται νέοι, φαίνονται χαρούμενοι, φαίνονται να έχουν ξεχάσει τι είναι θαμμένο έξω.

Βγαίνω από την πόρτα του σπιτιού μου και φοβάμαι ότι δεν ανήκω πλέον εδώ και προχωράω παραπέρα.