Άδραξε τη μέρα σου

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2008

Ταρίφας, ο κοινωνιολόγος p.i.m.p.

 Όλα ξεκινάνε όταν κολλάς στην αρχή της Τσιμισκή. Έχεις αργήσει 20 λεπτά στο meeting, έχεις ξεχάσει να γράψεις την αναφορά για την σημερινή συνάντηση με τον Διευθυντή, τα μαλλιά σου έχουν ακόμη γαρύφαλλα από τη χθεσινή καταστροφή, φοράς δύο διαφορετικές κάλτσες, η αναπνοή σου σκοτώνει την κοινωνική σου ζωή και ενώ είσαι έτοιμος να παραδεχτείς επιτέλους το «πόσο μαλάκας ανεύθυνος είμαι, εγώ φταίω για όλα», έρχεται από μηχανής θεός ο ταξιτζής-κοινωνιολόγος να δώσει άλλοθι φανερώνοντας την πραγματική αλήθεια, το root of all evil, αυτό που πραγματικά σε έκανε να ξεχάσεις να πλύνεις τα δόντια σου, σε καθυστέρησε στο δρόμο, δεν σε άφησε να τελειώσεις την αναφορά και εσκεμμένα μπέρδεψε τις κάλτσες σου για να φαίνεσαι σαν παγώνι και ποιο σημαντικό σου δημιούργησε ενοχές και σε έκανε να σκεφτείς άσχημα για τον εαυτό σου «πόσο μαλάκας είμαι», ενώ εσύ είσαι απλά ένα άδολο και αθώο θύμα.



Ταρίφας: Ααααααχχχχ (βγάζει ένα βαθύ αναστεναγμό), ΠΟυυυΤΑααΝεεεςςς ( η λέξη σκαλώνει ανάμεσα στα δόντια, διανύοντας τη διαδρομή λάρυγγα-φάρυγγα σχεδόν όσο χρειάζεται για να ξεκολλήσουμε από την κίνηση).


Ταρίφας: Ψίτ, κύριος? Παντρεμένος?

Εγώ? Μπά, μικρός είμαι ακόμη.

Ταρίφας: Καλά κάνεις, εγώ που παντρεύτηκα μικρός τι κατάλαβα? ΠουυΤΑααΝεεεςςς (και κουνά το κεφάλι δεξιά αριστερά ακολουθώντας τον ρυθμό των λέξεων). Το ξέρεις ότι για όλα φταίει αυτό το καταραμένο το μουνί, έτσι?Τι εννοείται κύριε?

Ταρίφας: ?σε τα κύριε τώρα, Παναγή με λένε.

Τι εννοείται κύριε Παναγή?

Ταρίφας: Το μουνί ρε καρντάση, είναι δηλητήριο. Γλυκό το ρημάδι, άλλα άμα δοκιμάσεις γίνεσαι δούλος. Δούλος του μουνιού ρεεε. Μουνόδουλος, πώς να στο πω?

κύριε Παναγή, δεν θα συμφωνήσω.....

Ταρίφας: Σε γεμίζει ΤΥΨΕΙΣ (με διακόπτει αυστηρά). Σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι μαλάκας, ότι εσύ φταις για όλα, σε αποσυντονίζει σε βαθμό που μπερδεύεις τις κάλτσες σου.


 Μα γιατί το λέτε αυτό? Εσείς τη γυναίκα σας δεν την αγαπάτε? Δεν φροντίζει ο ένας τον άλλον?


Ο ταρίφας αφήνει το τιμόνι και γυρνάει όλος προς τα πίσω, ενώ το ταξί συνεχίζει να κινείται. Εγώ έντρομος κρατιέμαι από τα χερούλια, ευχόμενος να είχα συμφωνήσει στο ότι όλες οι γυναίκες είναι ΠΟυυυΤααΝεςςςς .


Ταρίφας: Η γυναίκα μου καρντάση, είναι η μεγαλύτερη πουτάνα απ' όλες. Γιαυτό την παντρεύτηκα.

Ξέρεις πόσο καιρό με πήρε να την ρίξω?

 Πόσο???

Ταρίφας: 18 μίση ολάκερους μήνες, καρντάση. Και ξέρεις γιατί?

Ziggy: Γιατί?? 

Ταρίφας: Γιατί ήταν πουτάνα 

Με συγχωρείται κιόλας κύριε Παναή, άλλα αν ήταν πουτάνα, όπως εσείς υποστηρίζεται, το φυσιολογικό δεν θα ήταν να σας κάτσει με την πρώτη?


Ταρίφας: Δεν με λες ρε καρντάση με το παρντόν κιόλα , αλλά μήπως είσαι πισωγλέντης?

Όχι και ομοφυλόφιλος κύριε Παναγή 

Ταρίφας: Όχι, ρε παιδί μου εντάξει, μην με παρεξηγείς.

Οι γυναίκες, φίλε μου, είναι σαν την σκιά. Όσο τρέχεις, τόσο αυτή σε ακολουθεί από πίσω. Γκέγκε?


Και δηλαδή, κυρ Παναγή μου, εσείς τρέχατε και αυτή από πίσω?

Ταρίφας: Αν έτρεχα λέει? Κεντέρη Πρεζάκι μάθε μηχανάκι με φωνάζανε όλοι.

Κάτι όμως κάτι δεν μου κολλάει σ'αυτή την ιστορία κυρ Παναγή μου και να με συγχωρείς. Η γυναίκα σου είναι η μεγαλύτερη πουτάνα απ'όλες και γιαυτό την παντρεύτηκες. Παρόλα αυτά έκανε 18μίση μήνες για να σου κάτσει παρόλο που έτρεχε από πίσω σας σαν το κογιότ. Σωστά?

Ταρίφας: Σωστά. Αν και δεν με αρέσει να λες την γυναίκα μου πουτάνα.

-Μα εσείς μου το είπατε.

Ταρίφας: Ναι, αλλά εμένα είναι γυναίκα μου, μπορώ να την λέω όπως θέλω. Ενώ εσύ δεν τη ξέρεις, βιάζεσαι να πας στη δουλεία σου και άμα σε αφήσω εδώ άντε να βρεις ταξί.

 Με συγχωρείτε, δεν είχα πρόθεση να σας προσβάλλω, είμαι σίγουρος ότι η γυναίκα σας είναι μια αξιαγάπητη και πάνω απ όλα αξιόλογη κυρία

Ταρίφας: Μπα, πουτάνα είναι. Γιαυτό την παντρεύτηκα.

ΚιΜάλιστα. Μήπως θα θέλατε να μου εξηγήσετε πώς μία γυναίκα που εκδηλώνει ένα μακροχρόνιο ενδιαφέρων για έναν άντρα, είναι κατά εσάς, και το τονίζω κατά εσάς, γιατί κατε με αποτελεί μια αξιολάτρευτη κ

υρία, πουτάνα, και μάλιστα η μεγαλύτερη? Και επιπλέον αποφασίζεται να την παντρευτείτε?

Ταρίφας: ?κου λοιπόν καρντάση. Εγώ το γυναικάκι μου το είδα πρώτη φορά στην Ικτίνου. Ξανθό, ψηλό, με ένα μίνι ως τον ομφαλό, σταματάω να την πάρω κούρσα. «Που πάτε μαντάμ», της φωνάζω. «Νεάπολη», με λέει αυτή. «Μπέκα μέσα», την λέω εγώ. Κάθεται στο πίσω κάθισμα. Εγώ χαμηλώνω το καθρέφτη για να βλέπω τα μπούτια της. Και είχε κάτι μπούτια καρντάση, άλλο να σε λέω και άλλο να τα βλέπεις. «Παντρεμένη, μαντάμ?», τη ρωτάω. «Ελεύθερη» με λέει αυτή. Θα γαμήσουμε σκέφτομαι εγώ. Σήμερα όμως όχι μετά από 18μίση μήνες, σκέφτομαι τώρα. Με πιάνει κουβέντα. Και «τι ωραία μάτια που έχεις», με λέει, και «τι πυκνά μαλλιά», με λέει, και «100 ευρώ τσιμπουκάκι-πισοκωλλητό» με λέει και μένω κόκαλο. «Τι 100 ευρώ?¨» την λέω? «100» με λέει, και μου κλείνει το μάτι πονηρά. Γυρνάω και την κοιτάζω όπως κοιτάζω εσένα καλή ώρα. Και είναι καρντάση σαν Filmnet 3 μετά τις 12. Την κοιτάω στα μάτια και την λέω: «?μα είχα 100 ευρώ μαντάμ, θα παντρευόμουνα». Με κοιτάει στα μάτια και με λέει: «?μα σε δώσω 100 ευρώ, με παντρεύεσαι?». Σε μια προσπάθεια να το παίξω κούκλος την λέω: « Τι με λες ρε κοπέλα μου, εγώ και τζάμπα σε παντρεύομαι». «Έκλεισε», με λέει αυτή. «Αύριο κάνουμε τα χαρτιά, γιατί την Παρασκευή λήγει η άδεια παραμονής μου, και με στέλνουν πίσω στα Σόφια. Με παντρεύεσαι και σε 18 μήνες χωρίζουμε, παίρνω εγώ τα χαρτιά μου και μετά φιλαράκια». «Σοβαρά με μιλάς τώρα?» την λέω. «Σοβαρότατα» με λέει. Το σκέφτομαι ρε καρντάση και λέω στον εαυτό μου: «εγώ είμαι σαν ανάποδο γαμώτο, τέτοιο μ***ί και να το πλήρωνα δεν με καθόταν. Το παντρεύομαι, κάνω το κομμάτι μου, βγάζω τα γούστα μου και σε 18 μήνες χωρίζω. Έτσι κι αλλιώς όλα τα καλά πράγματα έχουν ένα τέλος. «Μέσα» την λέω και την άλλη μέρα παντρευτήκαμε.

Οφείλω να ομολογήσω πως με καλύψατε εν μέρη. ΟΚ, νομίζω ότι είναι φανερό, ότι η γυναίκα σας είναι όντως πουτάνα, και μάλιστα γιαυτό την παντρευτήκατε. Βέβαια αυτό δεν την κάνει και την μεγαλύτερη. Μάλιστα είμαι σίγουρος ότι πολλοί έχουν ακολουθήσει το παράδειγμα σας, και μάλιστα πέρασαν 18 μήνες λαγνείας, σαρκικής υπερβολής, σεξουαλικής κραιπάλης και μάλιστα τζάμπα.

Ταρίφας: Δεν με λες καρντάση, βιάζεσαι πολύ?

Κοιτάω το ρολόι μου, έχω αργήσει ήδη 1 ώρα οπότε δεν γαμιέται- Μπα μωρέ.

Ταρίφας: Ε άκου τότε να τελειώσω και μετά με λες αν ήταν όντως η μεγαλύτερη.

Πάμε λοιπόν σπίτι μετά το γάμο. Τρέχω και γω στο κρεβάτι. Απλώνω την κορμάρα και μένω με τις κάλτσες. Σκάει μύτη και η μαντάμ, ζαρτιέρες, μαύρα εσώρουχα και από πάνω μακρύ αδιάβροχο. Πω ρε μάνα μου, αναλογίζομαι, τι γυναίκα βρήκα ο καριόλης. Τρίβω τα χέρια μου με ευχαρίστηση. Με πλησιάζει, με δίνει ένα φιλί στο μέτωπο και με λέει «άντε Παναγή μου, κοιμήσου εσύ τώρα γιατί έχει μεροκάματο αύριο και εγώ πρέπει να πάω για δουλεία». Τι έγινε ρε Παναγή, λέω στον εαυτό μου? Δες σας τα πάνε καλά μαντάμ. «Πού νομίζεις ότι πάς?» την λέω. «Στη δουλειά», με λέει. « Η γυναίκα του Παναγή δουλεία? Στο γόνα ρε θα σε σφάξω», την λέω. «Αχ, Παναγή μου είσαι πολύ γλυκός, αλλά δυστυχώς, αν δεν πάω για δουλεία θα ταράξουμε τον Θείο Νίκολαι, και δεν το θέλουμε αυτό, το θέλουμε?». « Και ποίος τον χέζει μωρή τον θείο σου τον Νίκολαι? κανένας καημένος Βούλγαρος τσομπάνης που νομίζει ότι η ανιψιά του δουλεύει νυχτερινή βάρδια ως νευροχειρούργος στο Διαβαλκανικό. «Ε καλά τώρα που θα περάσει να με πάρει, να του το πεις» με λέει, και πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της χτυπάει η πόρτα. Τρέχει η μαντάμ να ανοίξει και τσιροκοπάει υστερικά «Τσίτσκο Νίκολαι, Τσίτσκο Νίκολαι». «Γαμώ το σόι σου» μουρμουρίζω καθώς βάζω τη ρόμπα μου και ετοιμάζομαι να πω σ αυτόν το βουκόλο Βούλγαρο να αφήσει εμένα και τη γυναίκα μου ήσυχο, μπας και γαμήσουμε απόψε. Την ώρα που πάω να διασχίσω την πόρτα του σαλονιού πέφτω πάνω σε μια τεράστια ντουλάπα, που κάποιος μετακίνησε χωρίς να μου το πει. «Καλά ακόμη δεν μπήκες στο σπίτι, άρχισες να μετακινείς και τα έπιπλα?», φωνάζω. Προς έκπληξή μου όμως αντί να με απαντήσει το γυναικάκι μου, με απαντάει η ντουλάπα με μια βραχνή, σκοτεινή φωνή: «Στράβο Ντρουγκάρι. Για σουμ Τσιτσκο Νίκολαι», και με δίνει μία στην πλάτη, με σκοπό μάλλον να με χαιρετήσει αν και εγώ το ένιωσα σαν προσπάθεια να με ισιώσει την σκολίωση που είχα από μικρός. «Σιγά ρε καρντάση, θα με ξεκάνεις» του λέω. «Ήρθα να πάρω Νάτασα για δουλεία. Προμπλέμα?» με λέει. «Κανένα προμπλέμα, τον λέω, μόνο φέρτηνα πίσω πριν τις έξι, να με κάνει τουλάχιστο κάνα φαγητό, όχι τίποτε άλλο, άλλα να μην λέει και η γειτονιά ότι πήρα καμιά ακαμάτα. «Νέμα προμπλέμα, με λέει, και με δίνει άλλη μία, με αποτέλεσμα να επαναφέρει την σκολίωση που είχα ξεπεράσει πέντε λεπτά πριν. Έτσι λοιπόν κυλούσε η ζωή μου τους επόμενους 18 μήνες. Κούρσα όλη μέρα, την καθιερωμένη σφαλιάρα στη πλάτη κάθε βράδυ από τον Τσίτσκο Νίκολαι και με την ελπίδα ότι την επόμενη μέρα θα βρω την ευκαιρία έστω να γλύψω ένα κοκαλάκι από την Νάτασσα, περνούσαν οι μέρες του έγγαμου βίου μου.

Ωραία όλα αυτό κυρ Παναγή μου, αλλά η κυρία Νάτασσα, όχι μόνο σκιά σου δεν είχε γίνει, άλλα ούτε καν την σκιά της δεν είχες δει όσο ήσασταν παντρεμένοι.

Ταρίφας: Πάλι βιάζεσαι καρντάση. Και επειδή φτάνουμε Αριστοτέλους σε λίγο, θα σε τα πω γρήγορα. Τον τρίτο μήνα λοιπόν, η κυρά, επειδή λέει ότι δεν ικανοποιούσα τις σεξουαλικές μου ανάγκες, εκδήλωσε μια παθολογική ζήλια, γιατί λέει ότι εμείς οι άντρες που αυτή τους ξέρει καλύτερα από τον καθένα, αν δεν γαμήσουμε για 1 μήνα, αρχίζουμε να ξενοπηδάμε, και επειδή δεν ήταν διατεθειμένη να λερώσει το στεφάνι της, άρχισε να έρχεται μαζί μου όλη μέρα όπου και να πήγαινα. Πήγαινα να πάρω τσιγάρα «πού πάς παναγής?» με φώναζε, «για τσιγάρα» την απαντούσα, «έρχομαι και γω» με απαντούσε. Όσο πιο πολύ προσπαθούσα να εξαφανιστώ, τόσο πιο πολύ ζήλευε, με αποτέλεσμα να παίζω πρέφα με τους συνάδελφους, και να έχω την κυρα-Νάτασσα στο διπλανό τραπέζι. Και το χειρότερο απ όλα ήταν πώς άμα η παρτίδα κρατούσε πολύ, και έχανε κανένα ραντεβού, έριχνε και καμιά ξεπέτα σε κά